κρεαδιον

κρεαδιον
    κρεάδιον
    (ᾱ) τό кусочек мяса Xen., Arph., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κρεαδιον" в других словарях:

  • κρεάδιον — κρεᾴδιον, τὸ (AM) μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. ζυγ άδιον, κηπ άδιον)] …   Dictionary of Greek

  • κρεᾴδιον — morsel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεάδιον — κρεά̱διον , κρεάδιον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεαιδίοις — κρεᾴδιον morsel neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεᾳδίοις — κρεᾴδιον morsel neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεᾳδίου — κρεᾴδιον morsel neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεᾳδίων — κρεᾴδιον morsel neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεᾴδια — κρεᾴδιον morsel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • κρεαδίοις — κρεᾱδίοις , κρεάδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεαδίου — κρεᾱδίου , κρεάδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»